- παλιόγερος
- ογέρος με κακό χαρακτήρα και συμπεριφορά αταίριαστη στην ηλικία του. Θηλ. παλιόγρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλιόγερος — ο, θηλ. παλιόγρια 1. (το αρσ.) γέρος κακότροπος ή διεστραμμένος 2. το θηλ. κακιά και στριμμένη γρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + γέρος / γριά] … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… … Dictionary of Greek
γέρουκας — ο [γέρος] ο παλιόγερος … Dictionary of Greek
πουρός — ή, ό, Ν [πουρί] (με υβριστική σημ.) 1. ο μεγάλης ηλικίας, ο γερασμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το πουρό ο παλιόγερος ή η παλιόγρια … Dictionary of Greek
σκατόγερος — ο, Ν τιποτένιος γέρος, γέρος κακού χαρακτήρα, παλιόγερος, γεροξούρας … Dictionary of Greek